- πολυανδρίῳ
- πολυάνδριονofneut dat sgπολυάνδριοςofmasc/fem/neut dat sgπολυανδρεῖονcommon burial-placeneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυανδρίωι — πολυανδρίῳ , πολυάνδριον of neut dat sg πολυανδρίῳ , πολυάνδριος of masc/fem/neut dat sg πολυανδρίῳ , πολυανδρεῖον common burial place neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεία — Πόλη της αρχαίας Ηπείρου, στη Χαονία, στα βόρεια της λίμνης του Βοθρωτού. Κοντά στη λίμνη σώζονται λείψανα αρχαίων κτισμάτων. * * * η, ΝΜΑ [σωρεύω] συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ… … Dictionary of Greek